- πρωΐκαρπος
- πρωΐκαρπ-ος, ον,A fruiting early, Id.HP1.14.3, CP1.10.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρωΐκαρπος — ον, Α (για φυτά) αυτός που καρποφορεί πρώιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωΐ + καρπός (πρβλ. οψί καρπός)] … Dictionary of Greek
πρωίκαρπον — πρωίκαρπος fruiting early masc/fem acc sg πρωίκαρπος fruiting early neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωικαρπότερα — πρωίκαρπος fruiting early neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωικάρποις — πρωίκαρπος fruiting early masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωίκαρπα — πρωίκαρπος fruiting early neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
πρωϊκαρπία — ἡ, Α [πρωΐκαρπος] η πρώιμη, πρόωρη καρποφορία … Dictionary of Greek